
Μια μέρα, ήταν Απρίλης, βρισκόμουνα στο χυτήριο μοναχός Ο Μάστρο-Μάρκος με δύο άλλους, έναν τεχνίτη και το βοηθό του, είχαν πάει να παραδώσουν δουλειά. Ο άλλος μάστορας δεν είχ' έρθει κείνη τη μέρα και το τσιράκι του βρήκε καιρό να το σκάσει για να ρεμπελέψει ποίος ξέρει που. Ήτανε μεσημέρι περασμένο. Εγώ είχα φάει και αναπαυτεί για λίγο πίνοντας το γλυκύ βραστό μου στο καφενεδάκι που ήταν στο σοκάκι με τα «ντοκμεντζίδικα» ~ τα χυτήρια. Δεν ήταν πολλή ώρα είχα καταπιαστεί να δουλεύω, όταν μου φάνηκε ξαφνικά πώς το μαγαζί σκοτείνιασε. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Όμως σε λίγο αυτό άρχισε να με δυσκολεύει στη δουλειά μου. Σα να είχαν βάλει κάτι στην είσοδο κι εμπόδιζε το φώς να μπεί. Γύρισα και κοίταξα κατά την πόρτα που ήταν το μοναδικό άνοιγμα του μαγαζιού.
Στο κατάφωτο χαμηλό τόξο της στεκότανε μια παράξενη σιλουέτα: μια γυναίκα με μακριά φουστάνια, πολύ φαρδιά κάτω. Τα μπράτσα της, τεντωμένα, στηρίζονταν στην καμάρα της πόρτας, λές και ήθελς να εμποδίσει κάποιον να βγεί. Έτσι καθώς ήταν κόντρα στον ήλιο, δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω το πρόσωπο της. Αυτό και τα ρούχα της, όλα μαζί, είχαν κάτι χρώματα ανάκατα, θαμπά και μουντά. Μόλις είδε πώς την κοιτάζω:
-Ντελικανλή μου ~ παλικάρι μου ~, είπε τούρκικα, να δώ τη μοίρα σου;
Ήτανε μια κατσιβέλα, μια τουρκογύφτισσα καλκανντρελίδισα, απ' το τσιγγανοχώρι του Κεατχανέ, το Καλκάν-Ντερέ. Μπήκε ίσα στο μαγαζί. Τότες πήρε άλλη όψη, άλλη ζωή. Την ξεχώρισα σε όλες τις λεπτομέρειες: κοπέλα καλοκαμωμένη, σαρκόλιγνη, χαλκόχρωμη και λυγερή σα ζαρκάδι, ντυμένη όπως όλες οι γύφτισσες με παρδαλά φουστάνια λουλουδάτα φαρδιά στο κάτω με πολλού φαρμπαλάδες, κοντοκάπι κατηφεδένιο και φακιόλι κίτρινο στο κεφάλι. Είχε κι ένα χτυπητό λουλούδι άλικο στ' αυτί. Ερχότανε κατα μένα, αργά-αργά, σειστή και λυγιστή. Καθώς βάδιζε τα μακριά κυματιστά φουστάνια της σηκώναν απ' το χώμα μιαν άχνη που την τύλιγε σαν χρυσή σκόνη και σπίθιζε στην αντηλιά.
Σταμάτησα τη δουλειά μου και την κοίταζα. Δεν καταλάβαινα τι γινότανε μέσα μου. Μου φάνηκε σα να είχε μπεί η φωτεινή και χαρούμενη άνοιξη στο σκοτεινό και πνιχτικό μαγαζί μας. Ένιωθα μέσα μου να γεννιούνται, ανάκατα, παράξενα συναισθήματα... Χαμογελούσε, τα μάτια της φέγγανε. τα δόντια της γυαλίζανε υγρά και κατάλευκα και τα χείλια της φαντάζανε πιο κόκκινα.
-Καρασακλή μου, ~ μαυρομάτη μου ~, είπε όταν ήρθε κοντά μου, δωσ' μου το χέρι σου να σου πώ την τύχη σου. Την τύχη των ματιών σου που σφαδάζουνε καρδιές.
Της το έδωσα και την κοίταζα ολόκληρη, με λαχτάρα τώρα. Σαν έπιασα το δικό της χέρι μου φάνηκε καυτό σαν τη φωτιά.
-Τα μάτια μου είναι μάυρα απ' τα κάρβουνα - της είπα - γελιέσαι.
-Το μάλαμα όσο κι αν το νερώσεις, πάντα μάλαμα είναι - μου αποκρίθηκε, κοιτάζοντας με επίμονα.
Σήκωσε το πόδι της, το ακούμπησε πάνω σε μια στοίβα μαντέμια, αφίνοντας το ταγάρι της να κυλιστεί χάμω. Τα φουστάνια της θροϊσανε σα βαθιά ανάσα που έβγαινε απ' όλο της το κορμί.
-Σιγά, θα καείς - της είπα. Και μαζεύοντας τους φαρμπαλάδες του ποδαριού της, έπιασα το γυμνό της πόδι.
-Πιο πολύ απ' ό,τι έχω καεί; - μου είπε και με κοίταξε κατάματα πιάνοντας με άπ' τα γυμνά μου μπράτσα. Έπρεπε να ήταν πολύ όμορφη εκείνη τη στιγμή, Με μιά κίνηση ξέφυγα άπ' το πιάσιμο της, την άρπαξα στην αγκαλιά μου, και της έδωσα ένα δυνατό, κολλητό φιλί, στα ριριζά του λαιμού, στην αρχή του ζεστού της κόρφου.
-Θα με ρίξεις κάτω «καπλάνη» μου, ~ τίγρη μου~, φώναξε γελώντας. Και μ' έσφιγγε και με φιλούσε κι αυτή.
-Δε σε ρίχνω εδώ - της είπα - Έλα. Και δίχως να την αφήσω απ' τα αγκάλιασμα μου, σαν αρπαχτικό που κρατάει γερά τη λεία του, την έφερα, σηκωτή πές, στο πίσω μέρος του χυτήριου, εκεί που ήταν στοιβαγμένες οι «χελώνες», ~ τ' άχυτα μαντέμια ~.
Δεν έφερε καμιάν αντίσταση. Μ' έσφιγγε μόνο και με φιλούσε όπως κι εγώ αυτήνα, παράφορα. Αλόγιαστα βρεθήκαμε χάμω, πάνω στην παχιά, χλιαρή γής. Εκεί που βρισκόμασταν ήταν το πιο σκοτεινό μέρος του μαγαζιού. Όξω ο ήλιος έλαμπε κι ανάμεσο μας η σκόνη, που είχαν σηκώσει τα βαριά βήματα μου και τα σερνάμενα φουστάνια της, έκανε σα μια κουρτίνα. Η καλκαν-ντερελίδισσα ψιθύριζε:
-«Ασλάνι» μου, ~ λιοντάρι μου ~, όπως σε λαχτάρησα είσαι! Και με φιλούσε παθιασμένα. Εγώ δεν έλεγα τίποτα... Βογκούσα...
Όταν σηκωθήκαμε η σκόνη είχε κατακάτσει. Τώρα το φώς, εκεί που ήμασταν ήτανε πιο καθαρό. Τότες αντίκρυσα στα ρούχατης απάνω, σ' όλο της το μπόι, τις μαυρίλες που είχε αφήσει το κορμί μου, το μαυρισμένο απ' τους καπνούς και τη φωτιά.
-Δες τι σου έκανα - της είπα λυπημένος. Με χάιδεψε με το ένα χέρι της και με τ' άλλο τινάζοντας τις μαυρίλες:
-Μην πικραίνεσαι - μου κάνει - Ασίκη μου. Είσ' εσύ ολόκληρος απάνω μου, όπως είσαι και μέσα μου.
Κι εσύ είσαι ακόμα εκεί - της είπα χαμογελώντας. Κι έδειξα το καλούπι που είχε κάνει το σώμα της, ανάσκελα, μέσα στην παχιά γής. Γέλασε και είπε:
-Αξίζεις, σεβνταλή μου.
Εγώ πάλι την αγκάλιασα κι άρχισα να τη φιλώ όπου λάχει: - «Λυγερή μου» της έλεγα - «είσαι λεβέντισσα, ντερμπεντέρισσα, σαν τη ράτσα σου». Ξεγλίστρησε απαλά απ' την αγκαλιά μου, μ' έπιασε απ' το χέρι και: - «έλα πάμε» - μου λέει, και με τράβηξε κατά την έξοδο του μαγαζιού. Πρίν φτάσουμε εκεί: - «Δώσε μου το αριστερό σου χέρι» - μου κάνει - "το χέρι της καρδιάς. Να σου πώ τη μοίρα σου την καλή...»
-Πανώρια μου - της αποκρίθηκα - πιο καλή μοίρα από τούτη που δοκίμασα τι τη θέλω; Ούτε μπορεί να γίνει.
-Και τα λόγια σου - είπε εκείνη - όχι μόνο τα μάτια σφάζουν καρδιές. Τσαχπίνη! Και με φίλησε τρυφερά.
Τίναξε άλλη μια φορά τα ρούχα της που θροϊσανε σα χαρούμενα, έσιαξε το φακιόλη της και πρίν προφτάσω να την αγκαλιάσω πάλι, βρέθηκε ανάλαφρη και πηδηχτή στο άνοιγμα. άνοιξε τα μπράτσα της, τα στύλωσε στο φωτεινό τόξο, και:
-Καπλάνι μου - έιπε - θα σου ξανάρθω. Κι έφυγε Βγήκα τρεχάτος καταπόδι της. Μα στην πόρτα απ' όξω, άθελα μου, στάθηκα για να την καμαρώσω, Είχε πιάσει με το 'να χέρι την ακριά του φακιολιού, το άλλο το είχε ακουμπήσει στο γοφό της, σα χέρι στάμνας, και με το κεφάλι λίγο πλάι, γυρτό μπροστά - σα να χαιρόταν με τα μάτια την κοιλιά της - πήγαινε σειστή και λυγιστή μέσα στο ηλιόφως. Το ταγάρι αργοκουνιόνταν πίσω της, λες και της χάιδευε τους γοφούς.
Όταν γύρισε ο Μαστρο-Μάρκος και πήγε ν' αφήσει τα ρούχα του στο πισωμάγαζο, είδε το λάκκο. Σα να ξαφνιάστηκε:
-Βρε ψηλέκαρε - φώναξε, έτσι μ' έλεγε - τι είναι τούτο; Τι μηχανεύτηκες πάλι;
-Δεν είναι τίποτα - του αποκρίθηκα βαριά-βαριά.
Έσκυψα, πήρα το άλικο λουλούδι της τσιγγάνας που είχε πέσει εκεί, και με το πόδι μου γιόμισα, αργά-αργά, το λάκκο με χώμα.
Μα η καλκαν-ντερελίδισσα δεν ξαναφάνηκε...
••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••
! «Aπόσπασμα από το βιβλίο του Π. Ν. Τζελεπή: Ιστορίες του Νταή-Σταβρή ...στον καιρό των Σουλτάνων...
"Ιστορίες από τη ζωή των ταπεινών στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα", Εκδόσεις Τροχαλία 2003» ¡
Το κομμάτι που σας επέλεξα είναι μια σύνθεση του Anouar Brahem.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου